κισσοειδής

κισσοειδής
-ές (Α κισσοειδής, -ές)
1. αυτός που μοιάζει με κισσό («φύλλα κισσοειδῆ», Διοσκ.)
2. φρ. «κισσοειδής καμπύλη» ή «κισσοειδής (γραμμή)» — η καμπύλη που επινόησε ο μαθηματικός Διοκλής για την επίλυση τού προβλήματος διπλασιασμού τού κύβου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + -ειδής (< εἶδος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κισσοειδής — like ivy masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κισσοειδής καμπύλη — Καμπύλη του επιπέδου γνωστή στην αρχαιότητα. Όπως αναφέρει ο Ευτόκιος στο βιβλίο του Περί Πυρείων, η κ.κ. οφείλεται στον Διοκλή (περ. 180 π.Χ.), γι’ αυτό και είναι γνωστή με την ονομασία κισσοειδής του Διοκλέους. Η κ.κ. χρησιμοποιήθηκε από τον… …   Dictionary of Greek

  • κισσοειδῆ — κισσοειδής like ivy neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κισσοειδής like ivy masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κισσοειδής like ivy masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κισσοειδεῖ — κισσοειδής like ivy masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) κισσοειδής like ivy masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κισσοειδεῖς — κισσοειδής like ivy masc/fem acc pl κισσοειδής like ivy masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κισσοειδοῦς — κισσοειδής like ivy masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κισσοειδέσι — κισσοειδής like ivy masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κισσοειδῶν — κισσοειδής like ivy masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κισσοειδῶς — κισσοειδής like ivy adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιττοειδῆ — κισσοειδῆ , κισσοειδής like ivy neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κισσοειδῆ , κισσοειδής like ivy masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κισσοειδῆ , κισσοειδής like ivy masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”